- ευφραντικός
- η , ό[ν] радующий, доставляющий удовольствие, наслаждение, веселье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐφραντικός — cheering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευφραντικός — ή, ό 1. αυτός που δίνει χαρά, ευχαρίστηση, ο απολαυστικός. 2. εύθυμος, χαρούμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφραντικά — εὐφραντικός cheering neut nom/voc/acc pl εὐφραντικά̱ , εὐφραντικός cheering fem nom/voc/acc dual εὐφραντικά̱ , εὐφραντικός cheering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικῶν — εὐφραντικός cheering fem gen pl εὐφραντικός cheering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικόν — εὐφραντικός cheering masc acc sg εὐφραντικός cheering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικώτατα — εὐφραντικός cheering adverbial superl εὐφραντικός cheering neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικαί — εὐφραντικός cheering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικοί — εὐφραντικός cheering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικοῦ — εὐφραντικός cheering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντικούς — εὐφραντικός cheering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)